ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ - Μαρία Δαμουλάκη - Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ

ΠΕΤΡΟΣΟΥΠΑ - Μαρία Δαμουλάκη

Share This


C:\Program Files\Microsoft Office\MEDIA\CAGCAT10\j0090386.wmf

Ένα παραμύθι που μου έλεγε η γιαγιά μου, που της το έλεγε η γιαγιά της


Φθινόπωρο, τα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους, και  έστρωναν το όμορφο χωριουδάκι με το πολύχρωμο χαλί τους. Συννεφιασμένη ξεκινούσε η μέρα με ψιλόβροχο, και  βιαστικά τρέχανε τα παιδιά στο σχολείο, μέχρι να έρθει η ώρα για το πρώτο διάλειμμα, όπου μια λαμπερή λιακάδα τα περίμενε για να παίξουν και να χαρούν με την ψυχή τους. Κι όταν τελείωναν τα μαθήματα χαρούμενα μπουλούκια με τρεχαλητά και φωνές  χαλούσαν τον κόσμο μέχρι να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Όμορφα σπίτια είχε το χωριό με αυλές και φράχτες, κεραμιδένιες σκεπές και καμινάδες , φτωχό πολύ φτωχό το χωριό όμως,  και κάθε τέτοια εποχή οι άντρες κατέβαιναν στην πόλη για δουλειά  και άφηναν τις γυναίκες  τους,   να προσέχουν τα χωράφια και τα ζώα τους.
Η Ελένη  στεκόταν στην αυλόπορτα  του σπιτιού της και στην τσέπη της ποδιάς  της είχε  ψίχουλα που τα πετούσε στα σπουργίτια που τιτίβιζαν  και τσιμπολογούσαν. Η καρδιά της ήταν βαριά, γιατί  ο άντρας της το πρωί τους  αποχαιρέτησε αυτήν και τα παιδιά τους την Μυρτώ  και τον Αντρέα,  και ήταν τώρα  η ώρα που θα γύριζαν από το σχολείο,  και ήθελε να τα υποδεχτεί με μια αγκαλιά, να τα παρηγορήσει γιατί  θα ήταν στενοχωρημένα που έφυγε ο πατέρας τους , και  που δεν θα έτρωγε  μαζί τους  στο τραπέζι.
  
Ξαφνικά μια  τσιριχτή  θυμωμένη φωνή ακούστηκε <Φύγε από δω ,  και μη σε ξαναδώ εδώ γύρω, Ξου από εδώ ….>Ήταν η γειτόνισσα της , ένας μονόχνοτος άνθρωπος  που όλα την ενοχλούσαν, μα πιο πολύ  τα παιδιά όταν έπαιζαν στο δρόμο με  τα τραγούδια τους  και τα γέλια τους, και όλο φώναζε  και όλο τα  έδιωχνε ,   και σπάνια χαμογελούσε.
 Είδε λοιπόν η Ελένη, μια γιαγιά με μια καπελαδούρα στολισμένη με κίτρινες μαργαρίτες και ένα ψάθινο πλεχτό  καλάθι να τρέχει και μετά από λίγο να σωριάζεται κάτω, το καλάθι  αναποδογύρισε, και ότι είχε μέσα του πετάχτηκε έξω.   Έτρεξε  προς το μέρος της και μαζί  και τα παιδιά της , που είχαν φτάσει εκείνη την στιγμή.
Φαρδιά πλατιά κάτω η γιαγιά και γύρω από το καλάθι της, πέτρες , μικρές, μεγάλες, σκούρες , ανοιχτόχρωμες, πολλές πέτρες… την βοήθησαν να σηκωθεί και αυτή πρώτη της δουλειά , πήρε το καλάθι και μάζευε τις πέτρες, τι να κάνουν , μάζευαν κι αυτοί μέχρι που δεν έμεινε καμία έξω.
Σας ευχαριστώ είπε η γιαγιά που είχε καλοσυνάτα μάτια και γλυκό χαμόγελο.
-Ελάτε στο σπίτι, η Ελένη την έπιασε από το χέρι, να πιείτε λίγο νεράκι να συνέλθετε! -Μια στιγμή να πάρω το καλάθι μου  είπε εκείνη , η Λενιώ όμως δεν την άφησε,  και το πήρε αυτή, και ένα πράγμα παράξενο  το καλάθι παρ’ όλες τις πέτρες δεν ήταν καθόλου βαρύ.
Βολευτείτε, σαν  στο σπίτι σας,  της έφερε ένα ποτήρι δροσερό νεράκι και  την βόηθησε να βγάλει το πανωφόρι της και να κάτσει αναπαυτικά στην πολυθρόνα, την αγαπημένη του πατέρα!
Τι ωραίο σπίτι που  έχετε!  είπε η γιαγιά, και τι ωραία που μυρίζει!
Καθίστε να φάμε, της είπαν όλοι  με μια φωνή,  και με προθυμία  η Λενιώ  και τα παιδιά έστρωσαν το τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό που μοσχομύριζε !
Η καρδιά τους αλάφρωσε και η στενοχώρια τους σαν να διαλύθηκε, η γιαγιά τους έλεγε ιστορίες για χώρες μακρινές , είχε ταξιδέψει πολύ , και είχε δει θαυμαστά πράγματα,  είχε δει κατακίτρινες ερήμους , και καταπράσινα άγρια μέρη που δεν  έφτανε άνθρωπος εύκολα εκεί.  Στις άκρες του κόσμου τους έλεγε, πώς ήταν όλα παγωμένα ,με βουνά από πάγους και άσπρα ζώα , άσπρες αλεπούδες και λύκους και αρκούδες , που δεν ξεχώριζαν μέσα στο χιονάτο τοπίο,  και αλλού είχε συναντήσει πολιτείες με κρυμμένους θησαυρούς, θάλασσες με θεόρατα κύματα, φανταχτερά πουλιά και ψάρια, και παλάτια στολισμένα με πετράδια ,    αλλά όπως έλεγε η καλοσύνη και η αγάπη είναι ότι πιο πολύτιμο στην ζωή … έτσι πέρασε η ώρα και έξω είχε σκοτεινιάσει, και η Λενιώ της έστρωσε στο ντιβάνι κοντά στο τζάκι για να κοιμηθεί , και φρόντισε να έχει αρκετά κούτσουρα γιατί την νύχτα έκανε  κρύο.
Πρωί πρωί ξύπνησε  η Ελένη  για  να ετοιμάσει το πρωινό για τα παιδιά και την καλεσμένη της, αλλά εκείνη είχε φύγει, μόνο πάνω στο τραπέζι είχε αφήσει ένα γράμμα και δύο μεγάλες πέτρες, μία μαύρη και μία άσπρη.
Έλεγε το γράμμα ː Σας ευχαριστώ γιατί μοιραστήκατε μαζί μου το  φαγητό σας  και  είχα ένα ζεστό κρεβάτι  για να περάσω την νύχτα , σας αφήνω τις δύο πέτρες μου, με την μαύρη δεν θα σβήσει ποτέ το τζάκι σας, και με την άσπρη δεν θα μείνει ποτέ χωρίς φαγητό το τσουκάλι σας! Σας αποχαιρετώ τώρα, και θα σας έχω πάντα στην καρδιά μου!
Τι παράξενη γιαγιά σκέφτηκε η Ελένη , μας άφησε δύο πέτρες!   Πήρε λοιπόν  τις πέτρες , άνοιξε την παλιά της κασέλα  ,  τις έβαλε μέσα και  μετά τις ξέχασε, είχε πολλές δουλειές να κάνει, να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο, να φροντίσει τις κοτούλες και την κατσικούλα της , το χωραφάκι τους με τα λαχανικά  ,τόσες δουλειές που όταν τα παιδιά την ρώτησαν για την γιαγιά , τους είπε μόνο  ότι έφυγε, και ξέχασε να τους δώσει να διαβάσουν το γράμμα.
Οι μέρες περνούσαν, έφυγε  ο Σεπτέμβρης  με τις σιγανές βροχούλες του και μπήκε ο Οκτώβριος  με μια γερή καταιγίδα που έκανε τα δρομάκια του χωριού να μοιάζουν με ποταμάκια , και όλα τα ξέπλυνε η μπόρα , και τα φυλλώματα των δέντρων και τις σκεπές των σπιτιών με τα κεραμίδια  και τις καμινάδες  , και τα πλακόστρωτα  στους δρόμους,  και αμέσως μετά ήρθε ο  βοριάς που τα στέγνωσε  , και ένα κρύο δυνατό , που τους έκανε όλους να τρέξουν στα σπίτια τους και να  δυναμώσουν την φωτιά στο τζάκι και τις μητέρες να βγάλουν από τα μπαούλα  τα χοντρά μάλλινα ρούχα.

Κρύο πολύ κρύο, ο άνεμος  έκανε τα δέντρα να λυγίζουν  και  τα παιδιά γύριζαν κατευθείαν από το σχολείο στο σπίτι, χωρίς να παίζουν στους δρόμους και στις πλατείες.
Και όλοι περίμεναν να  αλλάξει ο καιρός για να μπορέσουν να  κάνουν τις δουλειές τους, να φροντίσουν τα χωράφια τους και τα ζώα τους. Ο καιρός όμως χειροτέρευε , και μόλις σταμάτησε ο δυνατός άνεμος,  οι νιφάδες του χιονιού αθόρυβες και μαλακές σαν το μπαμπάκι  έκαναν τα παιδιά να ξετρελαθούν από την χαρά τους  και με ξεφωνητά να τρέξουν για να παίξουν με το χιόνι .  Πρώτη φορά τον Οκτώβριο  χιόνιζε στο χωριό τους.
  Χιόνιζε και χιόνιζε και δεν σταματούσε, και  τα σκέπασε όλα το χιόνι και τα δέντρα και τα χωράφια  . Τα πουλιά δεν έβρισκαν σπόρους, και τα άγρια ζώα στο δάσος ψάχνοντας για τροφή  κατέβαιναν μέχρι τα σπίτια του χωριού.  Πατημασιές αλεπουδίτσας είδε στην εξώπορτα της  η Ελένη ,  γι αυτό και   κάθε βράδυ άφηνε φαγητό εκεί έξω ,  και κάθε πρωί σκορπούσε ψίχουλα για τα πουλάκια . Την κορόιδευε η δύστροπη  γειτόνισσα  της και της φώναζε ότι έχει χάσει το μυαλό της, και μετά    κλειδαμπαρωνόταν μέσα στο σπίτι  της.

Το σχολείο έκλεισε ,όλα ήταν παγωμένα και ήσυχα μόνο οι καμινάδες κάπνιζαν μέρα νύχτα.
Μια μέρα σταμάτησαν κι αυτές , ότι στεγνό κούτσουρο υπήρχε στο χωριό είχε καεί , και στα τζάκια έμεναν μόνο οι στάχτες τους.
Πρωί –πρωί είχε ζυμώσει το ψωμί της η Ελένη και το είχε  βάλει στο τζάκι  για να ψηθεί , δεν είχε τίποτα άλλο  μέσα  στο ντουλάπι της , όλα είχαν τελειώσει, μόνο το σακούλι με το στάρι που ήταν για όλο τον χρόνο ήταν σχεδόν γεμάτο  , και από το κρύο ούτε οι κοτούλες της έκαναν αυγά , ούτε οι κατσίκες  γάλα ,και το χωραφάκι της  παγωμένο, και τα λαχανικά κρυσταλλιασμένα , καθόταν στο τραπέζι και κοιτούσε το καρβελάκι  της μέσα στο σβηστό τζάκι, και σκεφτόταν τι θα έκανε ;  
Το σπίτι παγωμένο,  απελπισία την έπιασε , το τσουκάλι άδειο, ο άνεμος έξω λυσσομανούσε , έτριψε τα χέρια της για να ζεσταθεί και…..     
τότε θυμήθηκε το γράμμα της  γιαγιάς, άνοιξε την παλιά κασέλα και  είδε τις πέτρες , η μαύρη για την φωτιά και η άσπρη για το φαγητό, χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε την μαύρη πέτρα και την έβαλε  στην μέση στο τζάκι  , και μετά γέμισε  ένα τσουκάλι  με νερό  έβαλε μέσα την άσπρη πέτρα  και  έκλεισε το καπάκι  , και  ύστερα κάθισε πάλι  και έβαλε το πρόσωπο της μες στα χέρια της έκλεισε τα μάτια της και έλεγε από μέσα της , κάνε Θεέ μου να ανάψει το τζάκι … κάνε Θεέ μου να ανάψει το τζάκι…
Δεν πέρασε πολύ ώρα και μια γλυκιά ζεστασιά την τύλιξε,  η μαύρη πέτρα έκαιγε,  λαμποκοπούσε ολόκληρη σαν  ουρανός  την νύχτα   στολισμένος με χρυσοκόκκινα  αστεράκια , το ψωμάκι είχε φουσκώσει και μοσχομύριζε , και το καπάκι στο τσουκάλι χοροπηδούσε πάνω  κάτω.
Τα παιδιά ξύπνησαν  από τις όμορφες μυρωδιές , έτρεξαν χαρούμενα και , άνοιξαν το καπάκι  και είδαν μια σούπα με όλα τα καλά να βράζει μέσα, και κρέας είχε και λαχανικά , και ρύζι και καλαμπόκι ,  και πατάτες , και από την χαρά τους έστησαν ένα τρελό  χορό  γύρω από το τζάκι.  Μέχρι και ο γάτος τους που κοιμόταν κουλουριασμένος στο μαξιλάρι του, άνοιξε τα ματάκια του, τεντώθηκε, και  συνεπαρμένος  από την λαχταριστή  μυρωδιά νιαούρισε παραπονεμένα.
Αμέσως η Ελένη γέμισε τα πιάτα με την σούπα και αφού έφαγαν τους είπε για το γράμμα της γιαγιάς και για τις πέτρες .
Όλες οι γυναίκες του χωριού όταν είδαν  την καμινάδα  της Ελένης να  καπνίζει,   έτρεξαν στην πόρτα της ,  αυτή με χαρά τις υποδέχθηκε και τους είπε την ιστορία της,  και όλη μέρα πρόσφερε σούπα στις γυναίκες και στα παιδιά του χωριού, και την άλλη μέρα και κάθε μέρα. Όσο κρατούσε το κρύο και το χιόνι είχαν όλοι ένα ζεστό μέρος και ένα πιάτο πετρόσουπα, έτσι την έλεγαν ,την νόστιμη αυτή σούπα που τους έδινε δύναμη και κουράγιο, και που δεν τελείωνε ποτέ , το τσουκάλι ήταν πάντα  μέχρι επάνω  γεμάτο.   
Μόνο η μονόχνοτη  γειτόνισσα ήταν  κλειδαμπαρωμένη στο σπίτι της και δεν έβγαινε καθόλου έξω, η Ελένη ανησύχησε ,πήρε λοιπόν το θάρρος και ένα πρωινό της χτύπησε την πόρτα. Αυτή άνοιξε κουκουλωμένη με μια κουβέρτα  και πολύ αδυνατισμένη , μόλις είδε την Ελένη κατέβασε το κεφάλι της, η Ελένη με ένα πλατύ χαμόγελο την κάλεσε στο σπίτι της, αυτή με χαμηλωμένα τα μάτια της  δέχτηκε και ψιθύρισε συγνώμη…. Όμως η καλή καρδιά της Ελένης δεν την άφησε να συνεχίσει, έλα στο σπίτι, της είπε να ζεσταθείς , και πράγματι  ζεστάθηκε η καρδιά της στο σπίτι της Ελένης και γλύκανε η φωνή της , και έγινε καταδεχτική με όλους , και γελούσε με τα αστεία και τα παιχνίδια  των παιδιών , έγινε άλλος άνθρωπος , γιατί όπως έλεγε  η γιαγιά ,η καλοσύνη  και η αγάπη ζεσταίνουν και μαλακώνουν και τις πιο σκληρές καρδιές.
Μαζί με την καρδιά της γειτόνισσας μαλάκωσε σιγά σιγά και ο καιρός, σταμάτησε να χιονίζει, και ήρθαν μέρες με λιακάδες που έλιωσαν τα χιόνια ,  οι κοτούλες έκαναν  πάλι  αυγά και οι κατσικούλες  είχαν γάλα , και όλα έγιναν όπως πριν, τα παιδιά ξαναπήγαν στο σχολείο, και  τα τζάκια άναψαν με στεγνά κούτσουρα.
Τις μάζεψε τις πέτρες η Ελένη , αυτή την φορά όμως δεν τις έκρυψε μέσα στην παλιά κασέλα , τις έβαλε πάνω -πάνω  στο τζάκι , στην καλύτερη θέση, αυτές  ήταν τα στολίδια της,   η μαύρη και η άσπρη πέτρα, και όποτε τις κοίταζε έρχονταν στο μυαλό της τα καλοσυνάτα μάτια της γιαγιάς  και το γλυκό της χαμόγελο, και  σαν να την έβλεπε μπροστά της με την καπελαδούρα με τις κίτρινες μαργαρίτες  και το ψάθινο πλεχτό καλάθι της.


Μαρία Δαμουλάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Pages